“Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αναγνωρίζει τις προκλήσεις, τον πόνο και τις διαιρέσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο σε αυτή τη δύσκολη περίοδο και ανανεώνουμε την έκκλησή μας για αδελφικές συζητήσεις που βασίζονται στον διάλογο και τη συμφιλίωση”.
Αυτό είπε μεταξύ άλλων ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων κ.κ. Θεόφιλος στο μήνυμά του με αφορμή την ψήφιση του Νόμου «Περί εκκλησιών και ενοριών», από το Εσθονικό Κοινοβούλιο (Riigikogu) στις 9 Απριλίου.
Οι τροπολογίες του Νόμου «Περί εκκλησιών και ενοριών» προβλέπουν ότι μια Εκκλησία, μοναστήρι ή άλλη θρησκευτική δομή που λειτουργεί στην Εσθονία δεν επιτρέπεται να συνδέεται οικονομικά μέσω καταστατικού ή άλλων εγγράφων με κυβερνητικό όργανο, πνευματικό κέντρο, πνευματικό ηγέτη ή φορέα που εδρεύει σε ξένη χώρα που αποτελεί απειλή για την ασφάλεια καθώς και τη δημόσια και τη συνταγματική τάξη της Εσθονίας. Οι τροπολογίες στοχεύουν να διασφαλίσουν ότι οι θρησκευτικές δομές που λειτουργούν στην Εσθονία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για υποκίνηση μίσους ή βίας εναντίον άλλης χώρας, εθνικότητας, θρησκείας, παραδόσεων ή αξιών. Αυτό σημαίνει ουσιαστικά ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Εσθονίας υπό τον Μητροπολίτη Ταλλίν και πάσης Εσθονίας κ. Ευγένιο πρέπει να διακόψει τους δεσμούς της με το Πατριαρχείο Μόσχας.
Παρακάτω το μήνυμα του Πατριάρχη Ιεροσολύμων:
Στο πνεύμα και την επιθυμία για ενότητα εντός της εκκλησίας μας, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων εκφράζει τις ανησυχίες του για την ψήφιση του Νόμου «Περί εκκλησιών και ενοριών», από το Εσθονικό Κοινοβούλιο (Riigikogu) στις 9 Απριλίου, ο οποίος αναγκάζει τις εκκλησίες να διακόψουν τους δεσμούς τους με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Αυτή η απόφαση θα επηρεάσει αμέτρητους πιστούς σε εκκλησίες και μοναστήρια σε όλη την Εσθονία.
Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων υποστηρίζει σθεναρά την άσκηση του δικαιώματος της λατρείας με ασφάλεια και ελευθερία. Στην Ιερουσαλήμ, γνωρίζουμε πολύ καλά τους περιορισμούς που επιβάλλονται στη λατρεία στο όνομα της ασφάλειας, κάτι που το βιώνουμε κάθε χρόνο στην Tελετή Αφής του Αγίου Φωτός. […] Προτρέπουμε την εσθονική κυβέρνηση να επανεξετάσει αυτόν τον νόμο για χάρη όλων των πιστών στην Εσθονία. Εντός της εκκλησίας μας, αυτό είναι απλώς ένα ακόμη παράδειγμα της επείγουσας ανάγκης για ενότητα.
Ο κόσμος έχει κουραστεί από τις συγκρούσεις και, αυτή τη στιγμή, είναι πρωταρχικής σημασίας η Ορθόδοξη εκκλησία να επενδύσει στον διάλογο και την θεραπεία. Είμαστε ένα σώμα, αν και είμαστε πολλοί, και πρέπει να εργαστούμε μαζί για να γίνουμε οι ειρηνοποιοί που ζητά η ανθρωπότητα. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό αν μας μαστίζουν οι διχασμοί και οι συγκρούσεις. Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αναγνωρίζει τις προκλήσεις, τον πόνο και τις διαιρέσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο σε αυτή τη δύσκολη περίοδο και ανανεώνουμε την έκκλησή μας για αδελφικές συζητήσεις που βασίζονται στον διάλογο και τη συμφιλίωση.
Το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, ριζωμένο σε αιώνες προσπαθειών συμφιλίωσης και ειρήνης, προσφέρει χείρα καλής θέλησης και μεσολάβησης στους Πατριαρχικούς αδελφούς μας. Ας συγκεντρωθούμε για να σπείρουμε τους σπόρους της ειρήνης και της θεραπείας, ώστε να μπορέσουμε να τερματίσουμε τα βάσανα και να προωθήσουμε την θεραπεία μέσα στην Ορθόδοξη οικογένεια.
Ο Πρόεδρος της Εσθονίας δεν επικύρωσε τον Νόμο
Ο Νόμος υπερψηφίστηκε από 60 βουλευτές έναντι 13 που την καταψήφισαν, σε σύνολο 101 εδρών του εσθονικού κοινοβουλίου. Ωστόσο, για να τεθεί σε ισχύ, απαιτείται και η προεδρική έγκριση, την οποία δεν εξασφάλισε τελικά. Συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος της Εσθονίας Άλαρ Καρίς αρνήθηκε να υπογράψει τις τροπολογίες στον Νόμο «Περί εκκλησιών και ενοριών» διότι, όπως τόνισε, ότι είναι αντίθετες με το Σύνταγμα της χώρας.
«Το Πατριαρχείο Μόσχας υπονομεύει την κυριαρχία και τη δημοκρατία των κρατών, αλλά η τροπολογία του νόμου στην τρέχουσα μορφή της είναι αντίθετη με τα άρθρα 40, 48 και 11 του Συντάγματος, περιορίζοντας δυσανάλογα την ελευθερία των ενώσεων και της θρησκείας», δήλωσε ο Πρόεδρος της Εσθονίας σε επίσημη ανακοίνωση Tύπου.
Σύμφωνα με τον Άλαρ Καρίς, «η ασαφής απαγόρευση των εξωτερικών σχέσεων θα δημιουργήσει νομικές διαμάχες και μπορεί να οδηγήσει σε κατάσταση όπου οι ελευθερίες όλων των ενώσεων, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών κομμάτων, θα περιοριστούν επίσης».
Ο Πρόεδρος της Εσθονίας τόνισε ότι η υφιστάμενη νομοθεσία παρέχει ήδη επαρκείς νομικούς μηχανισμούς για τον έλεγχο των θρησκευτικών ενώσεων. «Το ζήτημα δεν είναι η έλλειψη νομικών μέσων, αλλά η χρήση τους. Εάν χρειαστεί, τα υπάρχοντα εργαλεία πρέπει να χρησιμοποιούνται πιο ενεργά», σημείωσε.
Ο Άλαρ Καρίς υπενθύμισε ότι ο Ποινικός Κώδικας της χώρας ορίζει την προδοσία ως έγκλημα, το οποίο περιλαμβάνει εχθρική επιρροή και διάδοση παραπληροφόρησης με σκοπό την παροχή βοήθειας σε ξένη οργάνωση.
«Το Σύνταγμα πρέπει να ερμηνεύεται με την έννοια ότι για την απαγόρευση μιας ένωσης δεν αρκεί ο απλός ορισμός της “καθοδήγησης” από ξένο πρόσωπο. Μια τέτοια απαγόρευση, ήδη λόγω της αοριστίας της, θα είχε ακατάλληλη αποτρεπτική δράση στην δημοκρατική κοινωνία», δήλωσε ο Πρόεδρος της Εσθονίας.
