Ο Όσιος Αλύπιος ο Κιονίτης, αφού πέρασε λίγο καιρό στην καλύβα του, θέλησε να αφιερωθεί στον ασκητικό βίο και να γίνει στυλίτης.
Είδε έναν τάφο, πάνω στον οποίο υπήρχε ένας στύλος. Στην κορυφή του στύλου αυτού είχε τοποθετηθεί από παλιά ένα είδωλο ταυρολέοντα. Αποφάσισε, λοιπόν, να το γκρεμίσει και να κατοικήσει ο ίδιος στον κίονα.
Πήγε, λοιπόν, στην πόλη και πήρε μια εικόνα του Χριστού, έναν Σταυρό και έναν σιδερένιο λοστό. Με τον λοστό αυτό ξερίζωσε το ξόανο από τον στύλο, γιατί ήταν ανδρείος και είχε μεγάλη σωματική δύναμη. Αφού το γκρέμισε, έβαλε στη θέση του τον Σταυρό, ως τρόπαιο του Χριστού και την εικόνα Του.
Όταν αποκοιμήθηκε είδε δύο άνδρες που έμοιαζαν με Ιερείς να του λένε: «Σε περιμέναμε πολύ καιρό, γιατί είναι θέλημα Θεού να αγιάσεις αυτούς τους τόπους και να χτίσεις έναν πολύ όμορφο Ναό της Αγίας Ευφημίας».
Ο Όσιος σηκώθηκε και άρχισε αμέσως τα θεμέλια.
Τότε του εμφανίστηκαν ξανά οι δύο προαναφερθέντες σεβάσμιοι άνδρες. Ο ένας κρατούσε θυμιατό και χάραζε τον τόπο που θα γινόταν η εκκλησία, ενώ ο άλλος έλεγε: «Ωσαννά, ωσαννά σε αυτό το θυσιαστήριο».
Βλέποντας αυτά, ο Όσιος βεβαιώθηκε ότι ήταν θέλημα Θεού να οικοδομήσει την Εκκλησία, όπως έκανε στη συνέχεια.
Κάποια στιγμή, ο Αρχιερέας της πόλης πήγαινε στον βασιλιά για κάποια υπόθεση και πήρε μαζί του στην συνοδεία και τον Αλύπιο. Ο Άγιος πήγε, παρά τη θέλησή του, μέχρι τη Χαλκηδόνα, για να μη φανεί ανυπάκουος στον προϊστάμενό του.
Εκεί, όμως, μόλις ο Αρχιερέας μπήκε στη βάρκα τη νύχτα μαζί με την υπόλοιπη συνοδεία, ο Όσιος απομακρύνθηκε χωρίς να τον αντιληφθούν και κρύφτηκε στον Ναό της Αγίας Μάρτυρος Βάσσης.
Εκεί, κοιμήθηκε λίγο και είδε σε όραμα την Αγία Ευφημία με απερίγραπτη ομορφιά, η οποία τον πρόσταξε να σηκωθεί αμέσως. Ο Όσιος, βλέποντας τόση ομορφιά, θαύμασε και τη ρώτησε ποια ήταν.
Εκείνη του απάντησε: «Εγώ είμαι η Μάρτυς και δούλη του Χριστού, η Ευφημία. Σήκω λοιπόν να πάμε μαζί στην πατρίδα σου, κι εγώ θα σου ελαφρύνω τον κόπο και τη δυσκολία του ταξιδιού».
Σηκώθηκε λοιπόν και επέστρεψε, έχοντας πάντα στο μυαλό του την ομορφιά της Αγίας. Αφού έφτασε στον προαναφερθέντα τόπο, έχτισε τον Ναό της Αγίας. Δεν τον έχτισε μεγαλοπρεπή και πλούσιο όπως θα έπρεπε, αλλά όπως μπόρεσε, διότι δεν είχε τα κατάλληλα εργαλεία, αλλά ζούσε με μεγάλη φτώχεια, σύμφωνα με το ιερό Ευαγγέλιο, πλούσιος μόνο στην πίστη.
Πριν ανέβει στον στύλο, πέρασε δύο χρόνια στην καλύβα που έχτισε, για να προπονηθεί στον πόλεμο εναντίον των πονηρών πνευμάτων, ώστε να μη τον νικήσουν. Εκείνα, βλέποντας τον ζήλο και την προθυμία του στους αγώνες, εξαγριώθηκαν εναντίον του και έδειχναν ότι ήθελαν να γκρεμίσουν εκ θεμελίων την καλύβα του.
Αλλά αυτός, ως γενναίος, δεν δειλίασε καθόλου, αλλά στεκόταν σαν σταθερό βουνό και ισχυρός πύργος, έχοντας τις ελπίδες του στον Θεό.
Αφήνοντας εκείνοι την καλύβα, πολεμούσαν να ρίξουν την Εκκλησία, η οποία δεν είχε ακόμη εγκαινιαστεί με τον καθιερωμένο τρόπο. Γι’ αυτό, συγκεντρώθηκαν ευλαβείς Ιερείς και λαϊκοί με τον Αρχιερέα και, τελώντας λειτουργία, αφιέρωσαν τον Ναό στην Αγία Μάρτυρα Ευφημία. Από τότε, τα δαιμόνια σκορπίστηκαν και δεν τόλμησαν πλέον να πλησιάσουν στον Ναό.
Πήγαιναν, λοιπόν, εκεί οι άνθρωποι και συνομιλούσαν με τον Όσιο χωρίς φόβο. Όμως, εκείνος βλέποντας ότι πολλοί συγκεντρώνονταν και του διέκοπταν την ησυχία, ανέβηκε στον στύλο, καρφώνοντας γύρω-γύρω στην κορυφή λίγες σανίδες για να μη μπορεί να κοιμηθεί ξαπλωμένος, αλλά να στέκεται όρθιος πάντοτε, αγρυπνώντας και κοιμώμενος, ώστε να φαντάζεται συνεχώς τα ουράνια.
Ήταν τότε 30 ετών και στεκόταν -ω του θαύματος!- σαν χάλκινο ή πέτρινο άγαλμα, υπομένοντας καρτερικά και γενναία τις βροχές και τα χιόνια του χειμώνα, την αγριότητα των ανέμων, την κάψα του καλοκαιριού και το κρύο της νύχτας, καθώς και κάθε άλλη δεινή κακοπάθεια.
Ω, τι ανδρεία και τι ανείπωτη καρτερία και γενναιότητα! Πώς άντεξε τη βία των ανέμων, τις νιφάδες του χιονιού και τη σφοδρότητα των βροχών; Ω, τι αδαμάντινη ψυχή!
Ο Άγιος Αλύπιος ο Κιονίτης τιμάται στις 26 Νοεμβρίου.
Διασκευή από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Νοέμβριος, τόμος 11ος.
